19.3.13

FOOTBALL STORIES: Οι πολιτικοποιημένοι ήρωες (μέρος 1ο)

            Το γεγονός πως το ποδόσφαιρο είναι το λαοφιλέστερο και πιο δημοφιλές άθλημα είναι αυταπόδεικτο και δε χρειάζεται παραπάνω αιτιολογήσεις. Έτσι η αλληλένδετη σχέση του ποδοσφαίρου με τις διάφορες πτυχές της σύγχρονης ζωής είναι αναπόφευκτη. Το ποδόσφαιρο είναι ένα από τα προπύργια της οικονομίας, περιέχει κοινωνικά μηνύματα και φυσικά σχετίζεται και με την πολιτική της εκάστοτε χώρας.



      Ποδόσφαιρο και πολιτική,  βρίσκονται σε...σχέση μεταξύ τους από τα πρώτα χρόνια εμφάνισης του αθλήματος. Πλήθος πολιτικών ηγετών στο παρελθόν χρησιμοποίησαν ομάδες για τα συμφέροντά τους, κέρδισαν ψήφους από οπαδούς ενώ κι οι ποδοσφαιριστές των ομάδων δεν έμειναν αμέτοχοι. Ως δημόσια πρόσωπα που αποτελούν, ειδικά με την ανάπτυξη των Μ.Μ.Ε., εξέφρασαν την γνώμη τους όσον αφορά πολιτικές καταστάσεις στις χώρες που αγωνίζονται ή προέρχονται αλλά και για οποιοδήποτε κατάσταση ένοιωθαν την ανάγκη να αναφερθούν. Κι εδώ συναντάμε το κρίσιμο σημείο της υπόθεσης. Όπως αναφέραμε, οι ποδοσφαιριστές αποτελούν δημόσια πρόσωπα. Τα λεγόμενά τους κι οι πράξεις τους έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία κι μπορούν να επηρεάσουν ανθρώπους, ειδικά μικρότερης ηλικίας για τους οποίους  ένας ποδοσφαιριστής πιθανόν να αποτελεί και το νο1 προσωπικό είδωλο. Το άλλοθι της άγνοιας, ή της μη πλήρους ενημέρωσης είναι λάθος να τους επωμίζεται.  Εφόσον έχουν ένα βήμα κι αυτά που λένε και πράττουν  γίνεται γνωστό παντού, κάθε τους πράξη οφείλει να είναι προσεγμένη. Έτσι, λοιπόν, και στην περίπτωση του Γιώργου Κατίδη, τα ελαφρυντικά δεν έχουν θέση. Ωστόσο, λόγω και του πρότερου βίου, θα έχει διαφορετική αντιμετώπιση και σίγουρα θα υπάρχουν διαφορετικά μέτρα και σταθμά για την περίπτωσή του. Δε θα του φερθούμε ανάλογα με έναν δημοσιογράφο ή πολιτικό που θα έκανε κάτι ανάλογο, αλλά θα δεχτεί κι αυτός τις κυρώσεις που χρειάζονται.
   Βέβαια, η περίπτωση Κατίδη δεν είναι φυσικά πρωτοφανής για τα ποδοσφαιρικά δεδομένα, καθώς υπήρξαν πολλοί ποδοσφαιριστές που χαρακτηρίστηκαν από την πολιτική τους ενεργητικότητα, τόσο όταν αγωνίζονταν, όσο και μετά την απόσυρσή τους.





Ακολουθώντας την ιδεολογία της ομάδας

        Ο πολιτικός χρωματισμός των ομάδων είναι γνωστός. Έχουν γραφτεί πολλά για τη σχέση ομάδων και πολιτικής και κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν τη δικιά του ανάλυση. Ίσως σε άλλο αφιέρωμα. Ο λόγος είναι, πως μια ομάδα που εκφράζει μια ιδέα έχει διαφορετικό αντίκτυπο σε έναν άνθρωπο, από τον αντίστοιχο που θα είχε από ένα άτομο, από έναν ποδοσφαιριστή δηλαδή. Η ταύτιση με τον προσωπικό σου ήρωα είναι τελείως διαφορετική από αυτή με ένα σύλλογο, μια ανώνυμη εταιρεία με πολλά παραπάνω στοιχεία βέβαια. Όλοι γνωρίζουν κάποιες από αυτές. Γνωστές είναι οι περιπτώσεις σε Γερμανία, Ισπανία, Ρωσία, Σκωτία, Αργεντινή. Αλλά και στη χώρα μας έχουν ακουστεί πολλά για τους αριστερούς συνδέσμους Ορίτζιναλ 21,Φενταγίν,Αυτόνομη,Θύρα 4 και Θύρα 7, αλλά και για αντίστοιχους (ακρο)δεξιούς Ιερολοχίτες,Μακεδόνες, χωρίς βέβαια να υπάρχουν επίσημα στοιχεία κι ανακοινώσεις,


     Αν όμως η πολιτική σε μια χώρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ποδοσφαιρικές ομάδες αυτή είναι φυσικά η Ιταλία. Οι οπαδοί κάθε ομάδας είναι επίσημα με το μέρος κάποιας πολιτική ιδεολογίας. Ανάμεσά τους φυσικά ξεχωρίζει η κόντρα μεταξύ των 2 ομάδων των άκρων, της ακροαριστερής Λιβόρνο και της ακροδεξιάς Λάτσιο. Μια κόντρα που πήρε τεράστιες διαστάσεις τη διετία 2004-2006, όταν στις μεταξύ τους αναμετρήσεις πρωταγωνίστησαν οι αρχηγοί τους Λουκαρέλι και Ντι Κάνιο, με τις ενέργειές τους.





           Ο Κριστιάνο Λουκαρέλι γεννήθηκε στις 4/10/1975 στην πόλη του Λιβόρνο. Μεγάλωσε τρέφοντας 2 αγάπες. Το ποδόσφαιρο και τον Κομμουνισμό. Δυο αγάπες που ποτέ δε διαχώρισε και πάντα εύρισκε ευκαιρία να προβάλει. Παιδικό του ίνδαλμα, πέρα από τους γνωστούς Ιταλούς του '80, ήταν κι ο αγωνιστής Τσε Γκεβάρα. Τον θαύμαζε τόσο πολύ που σχεδόν πάντα φορούσε ένα μπλουζάκι με το πρόσωπό του, κάτω από τις αθλητικές εμφανίσεις τους. Ένα τέτοιο μπλουζάκι θα του στερήσει για 8 χρόνια τη δυνατότητα να αγωνιστεί με την εθνική, αφού σε αγώνα με την Ιταλία U21 το 1997, και μετά από γκολ του, θα σηκώσει τη φανέλα του για να δείξει τον αγαπημένο του Τσε. Η ομοσπονδία θα τον τιμωρήσει για αυτό και μόνο το 2005, όταν αποτελούσε ένα από τα καλύτερα φορ της λίγκας θα επιστρέψει στην εθνική του Λίπι.

      Όλα αυτά τα χρόνια βέβαια φρόντιζε να 'χτίζει' το όνομά του σε διάφορες ομάδες, μέχρι το 2003 να μεταγραφεί για την αγαπημένη του Λιβόρνο. Εκεί θα φωνάξει βροντερά τις πεποιθήσεις του. Θα φορέσει τη φανέλα με το 99,αναφερόμενος στο έτος ίδρυσης των Brigate Autonome Livornesi, των φανατικών ακροαριστερών της πόλης, θα κάνει τατουάζ το σύμβολο της ομάδας και σε κάθε του γκολ, θα σηκώνει το αριστερό του χέρι με το περιβραχιόνιο για να πανηγυρίζει με τη γνωστή αντι-φασιστική γροθιά. Οι οπαδοί θα τον λατρέψουν κι αυτός θα κάνει τα πάντα για την ομάδα που αγάπησε. Μέχρι και φιλικό παιχνίδι στην Κούβα για φιλανθρωπικό σκοπό, μαζί με την κόρη του Τσε θα προσπαθήσει να οργανώσει. Θα μεταγραφεί το 2007 στη Σαχτάρ, γεμίζοντας με πολλά ευρώ τα ταμεία της πολύπαθης Λιβόρνο και θα ξαναεπιστρέψει εκεί λίγο πριν τη 'δύση' του.



          Η περίπτωση του Ντι Κάνιο είναι στην άλλη πλευρά.Ξεκίνησε κατευθείαν την καριέρα του στην ομάδα που λάτρευε, την Λάτσιο. Για 4 χρόνια, είχε αρκετές καλές εμφανίσεις αλλά και αμφιλεγόμενες δηλώσεις ακροδεξιού περιεχομένου. Ποτέ του δε δίστασε να δείξει ότι είναι φασιστής ενώ θα εθεαθεί να χαιρετά φίλους της Λάτσιο με τον πασίγνωστο χαιρετισμό με το υψωμένο δεξί χέρι, που παραπέμπει στον αντίστοιχο χαιρετισμό του Χίτλερ. Η καριέρα του συνεχίστηκε στις μεγάλες ομάδες της Ιταλίας αλλά και στο εξωτερικό.Σε κάθε ομάδα του φρόντιζε να επιβεβαιώνει τις πολιτικές του πεποιθήσεις.Το 2004 θα αποφασίσει να επιστρέψει στη Λάτσιο, ως αρχηγός κι εκεί θα έρθει η έκρηξή του. Στα ματς με τις αντίπαλες ιδεολογικά Ρόμα και Λιβόρνο θα πετύχει γκολ, πανηγυρίζοντας με τον ναζιστικό χαιρετισμό. Θύελλα αντιδράσεων θα προκληθεί. Η λίγκα θα τον καλέσει σε απολογία. Δημοσιογράφοι θα τον παίρνουν εβδομαδιαία συνεντεύξεις κι αυτός σε κάθε ευκαιρία θα δηλώνει φασιστής και θαυμαστής του 'Ντούτσε', αναφερόμενος στον Μπενίτο Μουσολίνι. Ούτως ή άλλως έχει και τατουάζ την λέξη αυτή(Il Duce) όπως κι άλλα παρεμφερή. Παράλληλα θα προσπαθήσει να διαχωρίσει τη θέση του ως φασιστή αλλά και μη ρατσιστή, δηλώνοντας ότι συμμετείχε σε αντι-ρατσιστικές καμπάνιες. Πλέον εργάζεται ως προπονητής στην Σουίντον Τάουν, συνεχίζοντα ςτο...φασιστικό του έργο.






          Πριν όμως τους  δύο αυτούς παίκτες, υπήρχαν κι άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις. Ένα από τα πιο λαμπρά παραδείγματα αποτελεί ο Γερμανός τερματοφύλακας, Βόλκερ Ίπιγκ. Ο μακρυμάλλης πορτιέρο, μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη, μόλις 100 χιλιόμετρα μακριά από το Αμβούργο. Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο θα τον αναγκάσει από μικρή ηλικία να δουλέψει ώστε να μπορεί να μεταβεί στη μητρόπολη για να προπονηθεί. Εκεί υπήρχαν πολλές ομάδες. Η ιδιοσυγκρασία του όμως και το γεγονός πως από μικρός άνηκε στην εργατική τάξη, τον οδήγησαν στην Σεντ Παολί, την ίσως πιο ακροαριστερή έως αναρχική ομάδα του κόσμου. Μέσω της Σεντ Παολί, ο Ίπιγκ θα αναπτύξει κι άλλο το ελεύθερο πνεύμα του. Οι δηλώσεις του περί αναρχισμού δε θα γίνονται μόνο για το θεαθήναι αλλά θα έχουν κι έμπρακτες δραστηριότητες. Συχνά άφηνε την ποδοσφαιρική ιδιότητα, για να συμμετέχει ως χτίστης στην ανέγερση ορφανοτροφείων, ή σε ανθρωπιστικές εκστρατείες σε χώρες της Αφρικής, όπως τη Νικαράγουα. Λόγω τραυματισμού, θα αναγκαστεί να αποσυρθεί σε ηλικία 29 ετών από το ποδόσφαιρο, όχι όμως κι από τις υπόλοιπες δραστηριότητες. Έκτοτε, δουλεύει ως προπονητής τερματοφυλάκων, αλλά κι ως ναυπηγός, ηγούμενος των εργατών της αποβάθρας του Αμβούργου.
      
        Ένας ακόμη ποδοσφαιριστής, λιγότερο διάσημος, αλλά γνωστός για τα αριστερά του αισθήματα, είναι ο Ιταλός μέσος, Πάολο Σολιέ. Αγωνίστηκε σε πληθώρα Ιταλικών ομάδων, με κορυφαίο το πέρασμά του από την Περούτζια, τη διετία 1974-76. Τις αναρχικές του πεποιθήσεις τις και το θαυμασμό για τον Λένιν είχε δείξει βέβαια από πιο νωρίς.Πέρασε τα εφηβικά του χρόνια μεγαλώνοντας σε μια έκρυθμη πολιτική περίοδο για την Ιταλία, τη δεκαετία του '60. Κομβική χρονιά για αυτόν αποτελεί το 1968, η χρονιά που αποφάσισε να ασχοληθεί εκτενέστερα με το ποδόσφαιρο, αλλά κυρίως η χρονιά που τον στιγμάτισε πολιτικά, λόγω των γνωστών γεγονότων του ''Μάη του '68''. Στην αρχή της καριέρας του θα κάνει κι άλλες δουλειές, όπως εργάτης σε εργοστάσιο της Φιατ. Θα ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο καθώς ήθελε να αντιστρέψει την ιδιότητα του αθλήματος ως ΄΄ το όπιο του λαού, που αποπροσανατολίζει τον κόσμο από τα υπόλοιπα προβλήματα΄΄. Σε κάθε του εμφάνιση στα γήπεδα, προσπαθούσε να περνάει τα δικά του μηνύματα. Είναι θρυλική η εικόνα του ως γενειοφόρου μακρυμάλλη( κλασσικό σύμβολο επανάστασης της εποχής) που σηκώνει την αριστερή γροθιά στον αέρα. Το ίδιο δηλαδή που έκανε κι ο Λουκαρέλι 20 χρόνια μετά. Στην Περούτζια, μια φύση αριστερή ομάδα, θα βρει τον χώρο για να αναπτύξει ακόμα περισσότερο τις ιδέες του για ελευθερία και ισότητα. Περίφημες είναι οι κόντρες του με τους οπαδούς τη Λάτσιο, λόγω πολιτικών διαφορών. Μετά το τέλος της καριέρας του, δε θα σωπάσει, συνεχίζοντας να αναλύει τις αντι-ιμπεριαλιστικές του απόψεις σε άρθρα,βιβλία και συνεντεύξεις.


         Τέλος δε θα μπορούσαμε να αφήσουμε εκτός, την ομάδα που όσο καμία άλλη στην Ισπανία δεν εκφράζει το αίσθημα ανεξαρτησίας της περιοχής, την Αθλέτικ Μπιμλπάο. Η Μπιλμπάο έχει δικούς της κανόνες, αρκετά αυστηρούς, Δεν δέχεται ποδοσφαιριστές, όχι μόνο από άλλη χώρα, αλλά κι από άλλη περιοχή πλην της Βασκονίας. Οι οπαδοί της είναι τόσο έντονα τοπικιστές που αρκετές φορές φτάνουν σε ακραίες ενέργειες, όπως τις απειλές για θάνατο στον Μπισέντ Λιζαραζού, τον Γάλλο, βασκικής προέλευσης, που προτίμησε να αγωνιστεί με την εθνική Γαλλίας, αντί να ασπαστεί για πάντα τις βάσκικες καταβολές του. Από τους πολλούς παίκτες της που ενστερνίστηκαν τις απόψεις του συλλόγου, ξεχωρίζει ο Χοσέ Άνχελ Ιριμπάρ. Αποτελεί τον ρέκορντμαν της ομάδας σε συμμετοχές(466) αγωνιζόμενος στη θέση του τερματοφύλακα, ενώ υπερασπίστηκε τα δοκάρια της εθνικής Ισπανίας στην πρώτη τους διάκριση, στο Euro 1964. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1976, ο Ιριμπάρ, θα χαραχτεί για πάντα στις καρδιές των Βάσκων. Συγκεκριμένα, πριν τη σέντρα του αγώνα με τη Σοσιεδάδ, την έτερη ομάδα των Βάσκων, αυτός μαζί με τον αρχηγό της Σοσιεδάδ, Κορταμπαρία, θα υψώσουν στο κέντρο του γηπέδου τη βάσκικη σημαία. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο δημόσια, στη μετά-Φράνκο εποχή και θεωρούνταν ακόμη παράνομο. Ο Ιριμπάρ, θα συνεχίσει την πολιτική του δραστηριοποίηση, αφού αναμείχθηκε με την τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ είναι ένας εκ των ιδρυτών του ανεξαρτησιακού κόμματος Herri Batasuna(Ενότητα Ανθρώπων) το 2003.

         
        Αντίστοιχη βέβαια ήταν κι η δραστηριότητα ενός όχι και τόσο χαρισματικού αμυντικού, παρόλα αυτά πρωταθλητή Ευρώπης με την Μπαρτσελόνα το 2006. Είναι ο Ολεγκέρ, ένας ακόμα ποδοσφαιριστής που παράλληλα με τον αθλητισμό, ασχολήθηκε με την εκπαίδευση, αποκτώντας μάλιστα πτυχίο Οικονομικών. Για το λόγω αυτό, το πνεύμα του ήταν  αρκετά αναπτυγμένο για να μείνει στα αμιγώς ποδοσφαιρικά δρώμενα. Αποτελεί ένας από τους κυριότερους εκφραστές της ανεξάρτητης Καταλονίας, με έναν πιο φιλελεύθερο τρόπο που διαφέρει από τους τοπικιστικές ακρότητες άλλων υποστηρικτών. Η συγγραφική του δραστηριότητα ήταν παράλληλη με την αθλητική και με έντονο πολιτικό χρώμα. Εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο το 2006, ακολούθησαν κι άλλες συλλογές με ποιήματα και διηγήματα, που προκάλεσαν αντιδράσεις αλλά και επιπτώσεις σε αυτόν. Όπως, τη διακοπή του συμβολαίου του με την Κέλμε. Θα κρεμάσει τα παπούτσια του στον Άγιαξ, για να συνεχίσει με την ιδιότητα του συγγραφέα.



 Ανήσυχα πνεύματα δίχως όρια


           Πολλοί περισσότεροι από τους ποδοσφαιριστές που επηρεάστηκαν από την πολιτική ιδεολογία μιας ομάδας, ήταν εκείνοι που εξέφρασαν δημόσια τις απόψεις τους, χωρίς τη στέγη κάποιας πολιτικοποιημένης ομάδας. Στην ουσία ήταν άνθρωποι με αντίθετη ενέργεια, που οι ισχυρές του προσωπικότητες ήταν τόσο έντονες, που ξεπερνούσαν τους κανόνες μιας ομάδας και πολλές φορές κατέληγαν στο να αλλάζουν την οργάνωση και γενικότερα τον σύλλογο που αγωνίζονταν



        Πρώτος από όλους ο βραζιλιάνος Σόκρατες. Αποτελεί έναν από τους πιο ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που έβγαλε ''η χώρα του καφέ''. Δεν είναι τυχαίο που ήταν ο αρχηγός της ίσως πιο ποιοτικής Βραζιλίας στο Μουντιάλ του 1982. Ήταν ένας πραγματικός ηγέτης τόσο εντός όσο κι εκτός γηπέδου. Περίφημες ήταν οι πάσες του στο χώρο του κέντρου, αλλά κι οι ντρίμπλές του σε πολύ μικρούς χώρους. Ο Σόκρατες ήταν ένας βαθιά πνευματικός και καταρτισμένος άνθρωπος. Εξάλλου, πέρα της ιδιότητας του ποδοσφαιριστή, είναι γνωστό πως είχε κι αυτή του γιατρού. Την ιδιότητα αυτή την απέκτησε εκ πείρας κι έπειτα από δικές του αναζητήσεις. Σε αυτές τις προσωπικές του αναζητήσεις οφείλεται κι η βαθιά αναρχική του αντίληψη. Μια αντίληψη που δε θα φοβηθεί να κρύψει στη Βραζλιά των αξιωματικών της δεκαετίας του '80. Έτσι, με μια πρωτοφανή κίνηση, θα ιδρύσει στην ομάδα του την Κορίνθιανς, την περίφημη ''Δημοκρατία της Κορίνθιανς''. Η ομάδα θα μετατραπεί σε κολεκτίβα, οι παίκτες θα έχουν τις μετοχές της, το συμβούλιο θα απαρτίζεται από όλα τα μέλη που εργάζονται σε αυτή με προεδρεύων τον αρχηγό της, τον Σόκρατες. Η Κορίνθιανς θα συμβάλει όσο ελάχιστες ομάδες στην πολιτική της χώρας της. Σε κάθε αγώνα τα αντι-δικτατορικά πανό θα δεσπόζουν στο γήπεδό της, ενώ οι παίκτες της θα αγωνίζονται με φανέλες που έχουν την λέξη ΄΄Δημοκρατία΄΄. Από το 1986 και μετά, όταν και θα επιστρέψει από το μικρό του ευρωπαϊκό πέρασμα στη Φιορεντίνα, θα αγωνιστεί σε διάφορες ομάδες μέχρι και την ηλικία των 50! Το πάθος του για το ποδόσφαιρο θα πάψει να υπάρχει, στις 4/12/2011, όταν και θα βρει τον θάνατο. Ήταν γνωστός άλλωστε καπνιστής και λάτρης του αλκοόλ.


        
          Λίγα χρόνια πριν τον Σόκρατες, μια άλλη φιγούρα έκανε θραύση για τις απόψεις εναντίον του συστήματος. Ήταν ο Πολ Μπράιτνερ, ο πιο γνωστός αντιρρησίας του ποδοσφαίρου. Αναρχικός, υπέρμαχος του Μάο, αθεϊστής, είναι μόνο λίγοι από τους χαρακτηρισμούς που ακολουθούσαν αυτόν τον κατά τα άλλα κορυφαίο Γερμανό. Μπορούσε να αγωνιστεί με άνεση σε όλες τις θέσεις της άμυνας αλλά και του κέντρου. Βασικό στέλεχος όλων των επιτυχιών της Γερμανίας, από το 1972 έως και το χαμένο τελικό του Μουντιάλ το '82, ως αρχηγός. Η καριέρα του ξεκίνησε με τι άλλο; με αντίρρηση. Ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει στη Μόναχο 1860, τελευταία στιγμή κατέληξε στην Μπάγερν Μονάχου. Η πορεία του έπειτα και το πέρασμα από τη Ρεάλ, γνωστά. Σε κάθε του συνέντευξη έδειχνε τα αντικαπιταλιστικά του αισθήματα, και τις αμφιλεγόμενες απόψεις του για τη θρησκεία, παρόλο που προερχόταν από την άκρως συντηρητική Βαυαρία. Αποκορύφωμα βέβαια είναι η άρνηση του να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, θέλοντας να μποϊκοτάρει τον θεσμό που διεξαγόταν στην Αργεντινή του δικτάτορα Περόν. Η εικόνα του βέβαια ως επαναστάτη, έφθειρε αρκετά, όταν αποφάσισε να συμμετάσχει σε διαφήμιση αφρού ξυρίσματος, χάνοντας την περιβόητη γενειάδα του και κυρίως σε ένα σποτ των Μακ Ντόναλντς. Φαίνεται ήταν τόσο έντονο το πνεύμα αντίρρησης, που αντιτάχθηκε ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό, συμμετέχοντας σε διαφήμιση ενός εκ των μεγαλύτερων πολυεθνικών του κόσμου.



           Πολλά χρόνια πιο πριν όμως από τους Σόκρατες και Μπράιτνερ, ένας άλλος ποδοσφαιριστής έγινε πασίγνωστος για πολιτικούς λόγους. Συγκεκριμένα, στις 3 Απριλίου το 1938, λίγο μετά την κατάληψη της Αυστρίας από τους Ναζί, οι 2 χώρες ήρθαν αντιμέτωπες σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Η Αυστρία κέρδισε με 2-0 και μετά την επίτευξη του γκολ, το αστέρι της, Ματίας Σίντελαρ, θα πανηγυρίσει έξαλλα μπροστά στους αξιωματικούς του γερμανικού στρατού. Η Αυστρία εκείνη την περίοδο ήταν η καλύτερη ομάδα του κόσμου. Στον ημιτελικό του Μουντιάλ του '34, υπήρξε μια καταφανέστατη αδικία εναντίον τους, και παρά το αντιαθλητικό της παίξιμο, η Ιταλία του Μουσολίνι ήταν αυτή που πήρε το εισιτήριο για τον τελικό. Ο Σίντελαρ, όμως δεν ξέσπασε για αυτό το λόγω. Όντας Εβραίος, ήταν από τους πρωτοστάτες της αντίστασης της αντισημιτικής Γερμανίας του Χίτλερ. Μετά την παράδοση των Αυστριακών, ο Σίντελαρ θα συνεχίσει τις ενέργειες \ συσπείρωσης της εβραϊκής μειονότητας, με βάση το καφενείο που διατηρούσε στη Βιέννη. Όλα αυτά καθώς κι η άρνησή του να αγωνιστεί με τη γερμανική εθνική το 1939, θα εξοργίσουν τους ανθρώπους της Γκεστάπο, που θα μεθοδεύσουν τον θάνατό του.Έτσι, θα βρει τραγικό τέλος στο σπίτι του μαζί με τη σύντροφό του, από δηλητηριώδη αέρια. Μέχρι σήμερα, θεωρείται ο καλύτερος Αυστριακός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.
       
       Από τα πιο σύγχρονα παραδείγματα, ξεχωρίζει αυτό του Χαβιέ Ζανέτι. Μόνο το γεγονός ότι γεννήθηκε στην Αργεντινή του Περόν, λίγα χρόνια μετά τη δράση του Τσε Γκεβάρα, μπορεί εύκολα να μαρτυρήσει για ποιο λόγο είναι βαθιά πολιτικοποιημένος ο Ζανέτι. Μετακόμισε γρήγορα στην Ευρώπη και την Ίντερ, όντας η πρώτη μεταγραφή του Μοράτι κι έκτοτε την υπηρετεί πιστά, έχοντας μάλιστα το ρεκόρ συμμετοχών του συλλόγου. Ωστόσο ουδέποτε ξέχασε την πολύπαθη Λατινική Αμερική. Αρχικά, ίδρυσε μαζί με τη γυναίκα του το ίδρυμα PUPI, το οποίο βοηθά τη σωστή κοινωνική ένταξη των φτωχών παιδιών της Αργεντινής. Η κίνηση όμως που τον έκανε ευρέως γνωστό για τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του ήταν η χρηματοδότηση με 5.000$ του κινήματος των αντιεξουσιαστών Ζαπατίστας, στο Μεξικό. Μια κίνηση γνωστή για τις απόψεις της περί ισότητας φυλών και φύλων που είναι υπέρμαχη των μειονοτήτων και ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Ο Ζανέτι δεν αρνήθηκε ποτέ τη σχέση του μαζί τους, και μάλιστα επιδίωξε τη διεξαγωγή φιλικού της Ίντερ επί μεξικανικού εδάφους, με σκοπό την ενίσχυση του αγώνα της κίνησης. Μια ενέργεια που τελικά δεν καρποφόρησε. 


 Στο επόμενο μέρος θα γίνει αναφορά στους ποδοσφαιριστές που εξέφρασαν ένα ολόκληρο έθνος, τους ειρηνοποιούς της Αφρικής, αλλά και τους ανθρώπους που ενώ είχαν γνώμη, ποτέ δεν την ακούσαμε δυνατά.



Πηγή:  http://insunandshadow.com/political-footballers-xi/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου